της αξέχαστης Σύλβια Πλαθ:
Αρνήθηκα να ερμηνεύσω. Είδα
ότι ο ονειροπόλος μέσα της
με είχε ερωτευτεί, αλλά δεν το ήξερε.
Εκείνη τη στιγμή ο ονειροπόλος μέσα μου
την ερωτεύτηκε, και το ήξερα.
Στον κεραυνοβόλο έρωτα αναφέρεται η Πολωνή νομπελίστρια Βισουάβα Συμπόρσκα (1923-2012) και στον ρόλο του τυχαίου στη γέννηση του έρωτα:
Πίστευαν και οι δύο ακράδαντα
ότι ένα ξαφνικό πάθος τούς ένωσε.
Μια τέτοια βεβαιότητα είναι ωραία,
αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία.
Αφού δεν έτυχε να συναντηθούν ποτέ στο παρελθόν, ήταν πεπεισμένοι
ότι τίποτα δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους.
Αλλά τι λένε οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι –
μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον ένα εκατομμύριο φορές;
Θα ’θελα να τους ρωτήσω
αν θυμούνται –
τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους
σε κάποια περιστρεφόμενη πόρτα;
Ίσως ένα «συγγνώμη» που ειπώθηκε μέσα στο πλήθος;
Ένα κοφτό «λάθος νούμερο» στο ακουστικό του τηλεφώνου; –
Αλλά ξέρω την απάντηση.
Όχι, δεν θυμούνται.
Θα τους ξάφνιαζε αν μάθαιναν
ότι η Τύχη έπαιζε μαζί τους
για χρόνια.
Όταν πλέον ο έρωτας εγκατασταθεί στην ψυχή, ο ερωτευμένος ποιητής
εκφράζει τον θαυμασμό του προς τον εξιδανικευμένο αγαπημένο του χωρίς να
φείδεται υπερβολών. Η Σαπφώ γράφει:
τ’ αστέρια γύρω από την όμορφη σελήνη
αμέσως κρύβουν το λαμπερό τους πρόσωπο
μόλις αυτή ολόκληρη αστράφτει πάνω στη γη…
Με φεγγάρι παρομοιάζει την αγαπημένη του και ο ε. ε. Κάμινγκς (1894-1962):
κρατώ την καρδιά σου μαζί μου (την κρατώ μες
στην καρδιά μου) δεν την αποχωρίζομαι ποτέ (όπου
κι αν πάω πηγαίνεις κι εσύ, καλή μου, κι ό,τι γίνεται
από μένα μόνο είναι δικό σου έργο, αγαπημένη μου)
δεν φοβάμαι
καμία μοίρα (γιατί εσύ είσαι η μοίρα μου, γλυκιά μου) δεν θέλω
κανέναν κόσμο (γιατί ομορφιά μου εσύ είσαι ο κόσμος μου, ο αληθινός)
και είσαι εσύ ό,τι από πάντα σημαίνει ένα φεγγάρι
κι ό,τι ένας ήλιος πάντα θα τραγουδάει είσαι εσύ
Μπροστά στον έρωτα η πολιτική εξαφανίζεται, έχει ειπωθεί πολλές
φορές, με διάφορους τρόπους. Ιδού πώς εκφράζεται αυτή η πραγματικότητα
με τον τρόπο του Γ.Μπ. Γέιτς (1865-1939), στο ποίημα «Πολιτική»:
Πώς μπορώ, μ’ ένα κορίτσι να στέκει εκεί,
Προσοχή να δώσω
Στην ιταλική ή στη ρωσική
Ή στην ισπανική πολιτική;
Κι όμως να ένας κοσμογυρισμένος
Που ξέρει για ποια πράγματα μιλάει
Κι ένας πολιτικός
Που πολύ έχει διαβάσει και σκεφτεί,
Κι ίσως όσα λένε να ’ναι αλήθεια
Για τον πόλεμο και τον κίνδυνο πολέμου,
Αχ και να ’μουν πάλι νέος
Και στην αγκαλιά μου σφιχτά να την κρατούσα!
Τον σαρκικό πόθο εκφράζει, με χιούμορ, ο Κάτουλλος, (87π.Χ.- 57π.Χ.):
Σε παρακαλώ, γλυκιά μου Σεπτιμίλλα,
θησαυρέ μου εσύ, μονάκριβό μου πλάσμα,
κοντά σου κάλεσέ με το απόγευμα να ’ρθω·
αν όμως με καλέσεις, γνώμη μην αλλάξεις, μην ξεπορτίσεις,
ούτε την πύλη ν’ αμπαρώσεις,
σπίτι να μείνεις και να ετοιμαστείς
γιατί εννιά φορές στα χέρια μου θα χύσεις.
Αν θέλεις, έρχομαι αμέσως τώρα
γιατί παράφαγα και είμαι καυλωμένος
κι αντί για σένα τον χιτώνα μου τρυπώ.
Με το ίδιο ύφος, ο Λατίνος ποιητής, περικλείει σε δυο σύντομους
στίχους τις δύο καταστάσεις μεταξύ των οποίων κινείται διαρκώς ο
ερωτευμένος άνθρωπος, την ευτυχία και τη δυστυχία:
Μισώ και αγαπώ. Και ίσως θέλετε να μάθετε τον λόγο.
Δεν ξέρω, αλλά έτσι νιώθω και υποφέρω.
Εξίσου λιτά και πυκνά εκφράζει ο Αμερικανός Τομ Γκαν (1929-2004) μια κατάσταση κοινή: τον έρωτα που έσβησε, την ερωτική σχέση που δεν υπάρχει:
Η σχέση τους συνίστατο
Στο να συζητάνε αν υφίστατο.
Η 68χρονη Αγγλίδα Γουέντι Κόουπ προσπαθεί με στίχους κυνικούς να διασκεδάσει τον πόνο του χωρισμού:
Η μέρα που μετακόμισε ήταν φριχτή –
Έζησε μια κόλαση το βράδυ εκείνο.
Δεν ήταν η απουσία του το θέμα
Αλλά ότι και το ανοιχτήρι είχε χαθεί.
Από την οδύνη του έρωτα, γεννιέται όμως και μεγάλη τέχνη. Γνωστό κι αυτό. Η 69χρονη νεοϋορκέζα Λουίζ Γκλουκ γράφει στο ποίημα «Ορφέας»:
Ω Ευρυδίκη, εσύ που με παντρεύτηκες για τα τραγούδια μου,
γιατί έρχεσαι σ’ εμένα ζητώντας παρηγοριά;
Ποιος ξέρει τι θα πεις στις Ερινύες
όταν τις συναντήσεις πάλι.
Πες τους ότι έχω χάσει την αγαπημένη μου·
είμαι εντελώς μόνος τώρα.
Πες τους ότι δεν υπάρχει τέτοια μουσική
χωρίς αληθινή οδύνη.
Στον Άδη, τραγούδησα γι’ αυτές· θα με θυμούνται
Την οριστική απώλεια του αγαπημένου με τον θάνατο, έχει χωρέσει σε τέσσερις απαράμιλλες στροφές ο Γ.Χ. Όντεν (1907-1973), σε ένα ποίημα που έγινε ευρύτατα γνωστό μετά την απαγγελία του στην ταινία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία»:
Ας σταματήσουν τα ρολόγια και το τηλέφωνο ας κοπεί,
Στον σκύλο δώστε ζουμερό κόκαλο, μη γαβγίσει,
Φιμώστε όλα τα πιάνα, με πνιχτούς τυμπανισμούς
βγάλτε το φέρετρο, κι ας έρθει ο κόσμος να πενθήσει.
Κύκλους ας κάνουνε ψηλά, θρηνώντας τ’ αεροπλάνα
Χαράζοντας στον ουρανό το άγγελμα: Δεν Ζει πια,
Μαβιές κορδέλες βάλτε στ’ άσπρα περιστέρια
Φορέστε γάντια, τροχονόμοι, μαύρα, βαμβακερά.
Βοράς ήταν και Νότος μου, Δύση κι Ανατολή μου,
Η εργάσιμη βδομάδα μου, η αργία της Κυριακής,
Η μέρα μου κι η νύχτα μου, τα λόγια μου, η φωνή μου·
Αγάπη που τη νόμιζα αιώνια: σφάλμα ολκής.
Δεν θέλω πια τ’ αστέρια: σβήστε τα όλα·
Να φύγει το φεγγάρι, ο ήλιος να ξηλωθεί
Αδειάστε τον ωκεανό, το δάσος ξεριζώστε·
Κανένα πράγμα σε καλό πια δεν θα βγει.
Σήμερα, η τεχνολογία, το ίντερνετ, η κρίση έχουν πλήξει τον έρωτα; Θα
ήταν ανόητος όποιος το ισχυριζόταν. Έχουν αλλάξει όμως οι τρόποι του
έρωτα. Τα ερωτικά ραβασάκια για τα οποία μιλούν οι Λατίνοι ποιητές και
οι τροβαδούροι της Αναγέννησης έχουν αντικατασταθεί από τα sms που
φτάνουν στο κινητό. Μια εικόνα του έρωτα στην εποχή μας δίνει η
δαφνοστεφής σύγχρονη Βρετάνη ποιήτρια Κάρολ Ανν Ντάφι, στο ποίημα «Μήνυμα»:
Φροντίζω το κινητό τώρα
σαν πληγωμένο πουλί.
Μηνύματα, μηνύματα, μηνύματα
γεμάτα με τις βαρυσήμαντες λέξεις μας.
Διαβάζω πάλι το πρώτο,
το δεύτερο, το τρίτο,
αναζητώντας τα μικρά σου xx,
νιώθοντας παράλογη.
Οι κώδικες που στέλνουμε
φτάνουν με σπασμένη χορδή.
Προσπαθώ να φανταστώ τα χέρια σου,
η εικόνα τους είναι θολή.
Τίποτα από όσα οι αντίχειρές μου πατούν
δεν θ’ ακουστεί ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου